ἀνεκλάλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀνεκλάλητος | τὸ ἀνεκλάλητον | οἱ, αἱ ἀνεκλάλητοι | τὰ ἀνεκλάλητα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀνεκλαλήτου | τοῦ ἀνεκλαλήτου | τῶν ἀνεκλαλήτων | τῶν ἀνεκλαλήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀνεκλαλήτῳ | τῷ ἀνεκλαλήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀνεκλαλήτοις | τοῖς ἀνεκλαλήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀνεκλάλητον | τὸ ἀνεκλάλητον | τοὺς, τὰς ἀνεκλαλήτους | τὰ ἀνεκλάλητα |
Κλητική | ἀνεκλάλητε | ἀνεκλάλητον | ἀνεκλάλητοι | ἀνεκλάλητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀνεκλαλήτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀνεκλαλήτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀνεκλάλητος, -ος, -ον