ἀνεόρταστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανεόρταστος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνεόρταστος τὸ ἀνεόρταστον οἱ, αἱ ἀνεόρταστοι τὰ ἀνεόρταστα
Γενική τοῦ, τῆς ἀνεορτάστου τοῦ ἀνεορτάστου τῶν ἀνεορτάστων τῶν ἀνεορτάστων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνεορτάστῳ τῷ ἀνεορτάστῳ τοῖς, ταῖς ἀνεορτάστοις τοῖς ἀνεορτάστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνεόρταστον τὸ ἀνεόρταστον τοὺς, τὰς ἀνεορτάστους τὰ ἀνεόρταστα
Κλητική ἀνεόρταστε ἀνεόρταστον ἀνεόρταστοι ἀνεόρταστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνεορτάστω
Γενική-Δοτική ἀνεορτάστοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνεόρταστος < ἀν- + αρχαία ελληνική ἑορτή

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνεόρταστος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ἑορτή