ἀντεράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀντεράω < ἀντ- + ἐράω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀντεράω / ἀντερῶ (συνηρημένο)

  1. ανταποδίδω τον έρωτα
  2. ανταγωνίζομαι κάποιον ως εραστής, είμαι αντεραστής (με δοτική ή με δοτική και αιτιατική)
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 8.3, @scaife.perseus
    ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Νικήρατος, ὡς ἐγὼ ἀκούω, ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἐράω

Πηγές[επεξεργασία]