ἀντιδικέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀντιδικέω - ἀντιδικῶ (συνηρημένο)
- προσφεύγω στη δικαιοσύνη
- είμαι αντίδικος
ἀντιδικέω - ἀντιδικῶ (συνηρημένο)