ἀντιδικέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀντιδικέω < ἀντίδικος < ἀντι- + δίκη + -ος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀντιδικέω - ἀντιδικῶ (συνηρημένο)

  1. προσφεύγω στη δικαιοσύνη
  2. είμαι αντίδικος