ἀντιμετριοῦμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀντιμετριοῦμαι < (ελληνιστική κοινή) ἀντιμετρέω-ἀντιμετρῶ < ἀντί + μετρέω- μετρῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀντιμετριοῦμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ἀντιμετρῶ, αντιμετριέμαι