ἀνυποληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ανυποληψία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνυποληψία < ἀνυπόληπ(τος) + -σία > -ψία.[1] Δείτε το αρχαίο ὑποληπτός. Με ἀν- στερητικό.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀνυποληψία θηλυκό

  1. ανυποληψία, έλλειψη σεβασμού
  2. εξευτελισμός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]