ἀποκρουστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποκρουστικός < ἀποκρούω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀποκρουστικός

  1. ο ικανός να αποκρούσει
    ἀποκρουστικαί δυνάμεις
  2. (αστρονομία) φθίνων
    ἀποκρουστική σελήνηφθίνουσα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]