ἀποκρουστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀποκρουστικός < ἀποκρούω
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀποκρουστικός
- ο ικανός να αποκρούσει
- ἀποκρουστικαί δυνάμεις
- (αστρονομία) φθίνων
- ἀποκρουστική σελήνη (η φθίνουσα)