ἁγιασθήτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἁγιασθήτω

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική παθητικού αορίστου του ρήματος ἁγιάζω
→ δείτε τη λέξη  ἁγιάζω