ἁγιοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἁγιοκτόνος < ελληνιστική ἅγιος + κτείνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἁγιοκτόνος αρσενικό
- αυτός που καταστρέφει οτιδήποτε ιερό, ή φονεύει ενάρετους, ασκητές, ιερείς κ.λπ.