ἂντυξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἂντυξ < ανά + ρίζα τευχ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἂντυξ, θηλ. γενική -γος,
η περιφέρεια κάθε κυκλυκού σώματος:
- κύκλος που περιβάλλει την ασπίδα
- καμπύλη ή ράβδος
- ο κύκλος της ρόδας του άρματος
- η τροχιά του πλανήτη.
«οὐ πάνυ ἀπρὶξ ἐχομένους τῆς ἄντυγος». Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία «Η απόκαρσις του Ψελλού 6.193».