ἄφες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἄφες

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀφίημι
→ δείτε τη λέξη  ἀφίημι