ἐναβρύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
ρήμα μόνο στην παθητική φωνή
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐναβρύνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐναβρύνομαι
- υπερηφανεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ἐναβρύνομαι
|