ἐξαμβλόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐξαμβλόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐξαμβλόω
- (ιατρική) προκαλώ έκτρωση
- (ιατρική) (για εγκύους) αποβάλλω
- (μεταφορικά) κάνω κάτι χωρίς τέλος ή που είναι μάταιο
- (κατ’ επέκταση) διαφθείρω