ἐξαντλέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐξαντλέω < ἐξ + ἀντλέω < ἄντλος

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐξαντλέω

  1. αντλώ, βγάζω
  2. εξαντλώ, αδειάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]