ἐπαμφοτερίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επαμφοτερίζων

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ἐπαμφοτερίζων ἐπαμφοτερίζουσα ἐπαμφοτερίζον ἐπαμφοτερίζοντες ἐπαμφοτερίζουσαι ἐπαμφοτερίζοντα
Γενική ἐπαμφοτερίζοντος ἐπαμφοτεριζούσης ἐπαμφοτερίζοντος ἐπαμφοτεριζόντων ἐπαμφοτεριζουσῶν ἐπαμφοτεριζόντων
Δοτική ἐπαμφοτερίζοντι ἐπαμφοτεριζούσῃ ἐπαμφοτερίζοντι ἐπαμφοτερίζουσι ἐπαμφοτεριζούσαις ἐπαμφοτερίζουσι
Αιτιατική ἐπαμφοτερίζοντα ἐπαμφοτερίζουσαν ἐπαμφοτερίζον ἐπαμφοτερίζοντας ἐπαμφοτεριζούσας ἐπαμφοτερίζοντα
Κλητική ἐπαμφοτερίζων ἐπαμφοτερίζουσα ἐπαμφοτερίζον ἐπαμφοτερίζοντες ἐπαμφοτερίζουσαι ἐπαμφοτερίζοντα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπαμφοτερίζοντε ἐπαμφοτεριζούσα ἐπαμφοτερίζοντε
Γενική-Δοτική ἐπαμφοτεριζόντοιν ἐπαμφοτεριζούσαιν ἐπαμφοτεριζόντοιν

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐπαμφοτερίζων