ἐχέμυθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐχέμυθος | τὸ ἐχέμυθον | οἱ, αἱ ἐχέμυθοι | τὰ ἐχέμυθα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐχεμύθου | τοῦ ἐχεμύθου | τῶν ἐχεμύθων | τῶν ἐχεμύθων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐχεμύθῳ | τῷ ἐχεμύθῳ | τοῖς, ταῖς ἐχεμύθοις | τοῖς ἐχεμύθοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐχέμυθον | τὸ ἐχέμυθον | τοὺς, τὰς ἐχεμύθους | τὰ ἐχέμυθα |
Κλητική | ἐχέμυθε | ἐχέμυθον | ἐχέμυθοι | ἐχέμυθα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐχεμύθω | |||
Γενική-Δοτική | ἐχεμύθοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐχέμυθος, -ος, -ον (ῡ)