ἐχέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἐχέτης < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐχέτης αρσενικό
- αυτός που έχει χρήματα, "αυτός που τα' χει" όπως λέμε και σήμερα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- πένης και πένητας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἔχω