ἕρμαιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἕρμαιον < Ἑρμῆς (δηλαδή αντικείμενο που άφησε ή έχασε ο Ερμής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἕρμαιον ουδέτερο
- ανέλπιστο κέρδος, εύρημα, κελεπούρι