ἱεροκορακικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱεροκορακικά < ἱερός + κόραξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱεροκορακικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αναφέρεται σε μυστήρια, στην αρχαιότητα αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο είδος ή βαθμό μύησης στα ιερά μυστήρια του Μίθρα (πρώτος βαθμός μυστηρίων)