ἱερομηνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερομηνιακός < ἱερομηνία

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱερομηνιακός, -η, -ον

  • αυτός -ή, -ό που αναφέρεται ή ανήκει σε ἱερομηνία