ὠθέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠθέομαι < μεση και παθητική φωνή του ὠθέω
Ρήμα[επεξεργασία]
ὠθέομαι ( & ὠστιοῦμαι & ὠστίζομαι)
- → δείτε τη λέξη ὠθέω