ὠμοβόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ωμοβόρος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠμοβόρος, -ος, -ον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1765