ὠμοτόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὠμοτόκος τὸ ὠμοτόκον οἱ, αἱ ὠμοτόκοι τὰ ὠμοτόκα
Γενική τοῦ, τῆς ὠμοτόκου τοῦ ὠμοτόκου τῶν ὠμοτόκων τῶν ὠμοτόκων
Δοτική τῷ, τῇ ὠμοτόκῳ τῷ ὠμοτόκῳ τοῖς, ταῖς ὠμοτόκοις τοῖς ὠμοτόκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὠμοτόκον τὸ ὠμοτόκον τοὺς, τὰς ὠμοτόκους τὰ ὠμοτόκα
Κλητική ὠμοτόκε ὠμοτόκον ὠμοτόκοι ὠμοτόκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὠμοτόκω
Γενική-Δοτική ὠμοτόκοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠμοτόκος < ὠμός + -τόκος <τίκτω

Επίθετο[επεξεργασία]

ὠμοτόκος,ος,ον (ίσως & ὠμότοκος)

  1. που γεννά παιδί πρόωρα
  2. για κρασί που δεν έχει ωριμάσει σωστά