ὦλξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὦλξ < ὦλαξ < κατά συγκοπή από το αὖλαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὦλξ θηλυκό (αιτιατική εν. και πλ.: ὦλκα και ὦλκας)
- το αυλάκι