Boot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Boot < μέση κάτω γερμανική bōt < μέση αγγλική bot
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Boot (de) ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) η βάρκα ή γενικότερα το πλοίο μικρού μεγέθους