Buddhistin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Buddhistin (de) θηλυκό (αρσενικό Buddhist)
- (βουδισμός) η βουδίστρια
Buddhistin (de) θηλυκό (αρσενικό Buddhist)