Fraktionszwang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Fraktionszwang < Fraktion + Zwang

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Fraktionszwang (de) αρσενικό

  • υποχρέωση να ψηφίσει κάποιος σύμφωνα με τις οδηγίες της κοινοβουλευτικής ομάδας στην οποία ανήκει