Kuroshio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kuroshio < (ορθογραφικό δάνειο) ιαπωνική 黒潮 (kuroshio), όπως στη λατινογράμματη γραφή ρομάτζι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: Κουροσίο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kuroshio

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]