Paläontologin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Paläontologin (de) θηλυκό (αρσενικό Paläontologe)
Paläontologin (de) θηλυκό (αρσενικό Paläontologe)