Taxameter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Taxameter < λατινική taxa + αρχαία ελληνική μέτρον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Taxameter (de) αρσενικό ή ουδέτερο