Teilbetrag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Teilbetrag (de)

  1. η δόση
    Sie haben die Möglichkeit Ihre Einkäufe in Teilbeträgen zurückzuzahlen
    έχετε τη δυνατότητα να ξεπληρώσετε τα ψώνια σας με δόσεις