Untersuchungshaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Untersuchungshaft < Untersuchung + Haft
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Untersuchungshaft (de) θηλυκό