a good deal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
a good deal (en)
- (ιδιωματισμός) πολύς
- ↪ It was a good deal of work.
- Ήταν πολλή δουλειά.
- ↪ It was a good deal of work.