abartıcı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abartıcı < abartı (υπερβολή) + -cı

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abartıcı (tr)

  • αυτός που υπερβάλλει

Συγγενικά[επεξεργασία]