aesthete

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aesthete (en) αρσενικό ή θηλυκό

  • με ιδιαίτερη ευαισθησία και αφοσίωση στο ωραίο, κυρίως στις τέχνες, εστέτ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]