agio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agio < ιταλική aggio < (ίσως) μεσαιωνική ελληνική ἀλλάγιον[1] < αρχαία ελληνική ἀλλάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
agio (en)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ aggio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πηγές[επεξεργασία]
- agio - Oxford Learner's Dictionaries
- agio - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- agio < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική aize < λατινική adiacentia < adiacens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος adiaceo < ad + iaceo
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
agio (it)
- η άνεση
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- agio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)