ahurissamment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ahurissamment < ahurissant + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

ahurissamment (fr)

  • με τρόπο ώστε να εκπλαγεί κάποιος, να « τα χάσει τελείως »