alt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /alt/
 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

alt (de)

  1. (για πράγματα) παλιός
    ein altes Auto - ένα παλιό αυτοκίνητο
  2. (για ανθρώπους) ηλικιωμένος
    ein alter Mann - ένας ηλικιωμένος άνδρας

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  1. neu
  2. jung

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

alt (ca)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

alt (ro)