anerkennen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈanʔɛɐ̯ˌkɛnən/
 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

anerkennen (de) jdn. / etwas (παρατατικός: anerkannte, μετοχή παρακειμένου: anerkannt)

  1. αναγνωρίζω
    Sie haben ihn als Führer anerkannt! - Τον αναγνώρισαν ως καθοδηγητή!
  2. παραδέχομαι
    Die Präsidentin erkennt die Niederlage ihrer Partei an! - Η πρόεδρος παραδέχεται την ήττα του κόμματός της!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]