antitout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
antitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα