at a loss
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at a loss (en)
- (ιδιωματισμός) βρίσκομαι σε απορία, δεν ξέρω τι να πω ή να κάνω
- ↪ He was at a loss what to do.
- Βρισκόταν σ' απορία για το τι να κάνει.
- ↪ He was at a loss what to do.