bénévoler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bénévoler < bénévole
Ρήμα[επεξεργασία]
bénévoler (fr)
- κάνω κάποια εθελοντική εργασία με σκοπό το κοινό όφελος
bénévoler (fr)