baffling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | baffling |
συγκριτικός | more baffling |
υπερθετικός | most baffling |
Επίθετο[επεξεργασία]
baffling (en)
- ακατανόητος, που με κάνει να νιώθω εντελώς μπερδεμένος και ανίκανος να καταλάβω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
baffling (en)