be on good terms
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
be on good terms (en)
- (ιδιωματισμός) έχω καλές σχέσεις με κάποιον
- ↪ We are on good terms and speak often.
- Έχουμε καλές σχέσεις και μιλάμε συχνά.
- ↪ We are on good terms and speak often.