be on speaking terms

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

be on speaking terms < → δείτε τις λέξεις be, on, speaking και terms

Έκφραση[επεξεργασία]

be on speaking terms (en)

  • (ιδιωματισμός) μιλάω με κάποιον, είμαι πρόθυμος να είμαι ευγενικός ή φιλικός με κάποιον, ειδικά μετά από έναν καυγά
    I am not on speaking terms with him.
    Δεν μιλιέμαι μ' αυτόν.
    They aren’t on speaking terms and don’t acknowledge each other.
    Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται.
    They haven’t been on speaking terms for years.
    Είναι χρόνια μαλωμένοι.

Πηγές[επεξεργασία]