belvedere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbɛl.və.dɪə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
belvedere (en)
- (αρχιτεκτονική) πυργίσκος ή άλλο υψηλό οίκημα που προσφέρει μια καλή και πανοραμική θέα τής γύρω περιοχής
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
belvedere (it)
- (αρχιτεκτονική) πυργίσκος ή άλλο υψηλό οίκημα που προσφέρει μια καλή και πανοραμική θέα τής γύρω περιοχής