benight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

benight (en)

  1. σκοτεινιάζω
  2. νυχτώνομαι, με πιάνει η νύχτα (καθώς ταξιδεύω)