bewegen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bewegen (de)
- sich bewegen - ταρακουνιέμαι, μετακινούμαι
- etwas bewegen - ταρακουνώ, ανακινώ έντονα
- jemanden bewegen - συγκινώ, συγκλονίζω κάποιον