boon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boon

  • θείο δώρο, ευλογία

Συνώνυμα[επεξεργασία]