boost

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boost (en)

  1. ενίσχυση, προώθηση

Ρήμα[επεξεργασία]

boost (en)

  1. σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
  2. ενισχύω, προωθώ, δυναμώνω
    to boost one's performance - ενισχύω την απόδοσή μου

Συγγενικά[επεξεργασία]